κονταίνω

κονταίνω
κόντυνα
1. κάνω κάτι πιο κοντό από ό,τι ήταν: Κόντυνε το παντελόνι του.
2. γίνομαι κοντύτερος: Ψήλωσε και της κόντυνε το φουστάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κονταίνω — κονταίνω, κόντυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • κόντεμα — και κόντημα, το [κονταίνω] 1. το αποτέλεσμα τού κονταίνω, βράχυνση 2. το αποτέλεσμα τού κοντεύω, προσέγγιση, πλησίασμα …   Dictionary of Greek

  • ελαττώνω — (AM ἐλαττῶ, όω Α και ἐλασσῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο 2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του αρχ. μσν. ἐλαττοῡμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ …   Dictionary of Greek

  • κολούω — (AM) περικόπτω, βραχύνω, κονταίνω (α. «στάχυν σπάθῃ κολούων φασγάνου», Ευρ. β. «κεκολουσμένος οὐρᾶς», Ευστ.) αρχ. 1. σταματώ κάτι ή εμποδίζω να γίνει κάτι («ἕo δ αὐτοῡ πάντα κολούει», Ομ. Οδ.) 2. ταπεινώνω, μειώνω («φιλέει γὰρ ὁ θεός τά… …   Dictionary of Greek

  • κοντοκόβω — και κοντοκόφτω κόβω κάτι κοντό, κονταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

  • κόντος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) κόντος, ὁ (Μ) κόντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conte]. (II) κόντος, ὁ (Μ)… …   Dictionary of Greek

  • κόντυμα — το κόντεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύνω, άλλο τ. τού κονταίνω] …   Dictionary of Greek

  • παραμπαίνω — 1. εισέρχομαι, μπαίνω σε έναν χώρο πολύ ή συχνά («τα ζώα του παραμπαίνουν στο χωράφι μου») 2. (για ένδυμα) μικραίνουν πολύ οι διαστάσεις μου μετά από πλύσιμο, στενεύω ή κονταίνω πάρα πολύ («παραμπήκε η μπλούζα από τα πολλά πλυσίματα») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”